- κλείνω
- (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω)1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το παράθυρο» β. το κατάστημα έκλεισε» γ. «κλήισεν δὲ θύρας μεγάρων», Ομ. Οδ.)2. φράζω πέρασμα για παρεμπόδιση διαβάσεως, αποκλείω (α. «τα χιόνια έκλεισαν τον δρόμο» β. «τοὺς μὲν οὖν ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ἀντιπρῴροις βύζην κλῄσειν ἔμελλον», Θουκ.)3. εγκλείω, περιορίζω κάτι ή κάποιον σε έναν χώρο (α. «κλείνω κάποιον στη φυλακή» β. «πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλημένην», Αισχύλ.)4. περικλείω (α. «τόν έκλεισε στην αγκαλιά της» β. «χρυσῆ δὲ πλάστιγξ αὐχένα ζυγηφόρον πώλων ἔκλῃε χιόνος ἐξαυγεστέρων», Ευρ.)5. μτφ. δεσμεύω, υποχρεώνω, αγκαζάρω (α. «τόν έκλεισα για το δείπνο» β. «είμαι κλεισμένος για την Κυριακή» γ. «ὅρκοις κεκλήμεθα», Ευρ.)νεοελλ.1. συσφίγγω (α. «κλείνω τη γροθιά» β. «κλείνω τη βρύση»)2. παύω ή διακόπτω τη λειτουργία μου (α. «θα κλείσουν τα σχολεία για μια εβδομάδα λόγω απεργίας τών καθηγητών» β. «τα καταστήματα κλείνουν στις έξι το απόγευμα»)3. συνάπτω (α. «κλείνω ειρήνη» β. «κλείνω συμφωνία»)4. συνομολογώ αγορά ή πώληση σε ένα καθοριζόμενο ποσό («θα κλείσω χίλιους τόννους εμπόρευμα»)5. φρ. α) «κλείνω τα μάτια μου»i) προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω, παραβλέπωii) κοιμάμαιiii) πεθαίνωβ) «κλείνω το μάτι» — κάνω νόημα για μυστική συνεννόηση ή ερωτική πρόσκλησηγ) «κλείνω το στόμα κάποιου» — αναγκάζω κάποιον να σταματήσει να μιλά, αποστομώνωδ) «κλείνω εισιτήριο» — εξασφαλίζω εισιτήριο, καπαρώνωε) «κλείνω την πόρτα σε κάποιον» — σταματώ να δέχομαι κάποιον στο σπίτι μουστ) «κλείνει ο λαιμός μου» — βραχνιάζωζ) «κλείνει η πληγή» — επουλώνεται η πληγήη) (για τιμές νομισμάτων και αξιών στο χρηματιστήριο) «κλείνω στα...» — κατά την τελευταία χρηματιστηριακή δοσοληψία έχω την τιμή που αναφέρεταιθ) «ποιος ξέρει τί κλείνει μέσα του» — ποιος ξέρει τί αισθάνεται ή τί βάσανα έχειι) «κλείνομαι στον εαυτό μου» — δεν εξωτερικεύομαι, δεν φανερώνω τις σκέψεις μουια) «κλείνω μέσα» — φυλακίζωιβ) «κλείνω ισολογισμό» ή «κλείνω βιβλία» — συμπληρώνω, δίνω τέλος, τερματίζω τον ισολογισμό, παύω να αναγράφω νέα κονδύλια στα εμπορικά βιβλία μιας επιχείρησηςνεοελλ.-μσν.1. επιβάλλω ή υφίσταμαι την παύση ή τη διακοπή λειτουργίας («έκλεισε το κέντρο τής Αθήνας λόγω τών περιοριστικών μέτρων κυκλοφορίας»)2. συμπληρώνω («η κόρη τους έκλεισε τα πέντε»)3. φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω, τερματίζω («έκλεισε η ανάκριση τών υπόπτων»)4. περικυκλώνω, πολιορκώ5. φρ. «κλείνω τα μάτια μου»i) κοιμάμαι ii) πεθαίνωμσν.1. καθορίζω το νόημα νόμου ή δικαιώματος («τὸν νόμον καὶ τὲς ἀγωγὲς οἱ συμφωνίες τὸν κλείνουν», Χρον. Μορ.)2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κλεισμένος, -η, -ον(για βουνό) συνεχής, ενιαίος, εκτεινόμενος έτσι ώστε να κλείνει τον ορίζοντα3. φρ. «κλείνει ή μέρα» — βραδιάζει, νυχτώνειαρχ.1. παραδίδω κάποιον δέσμιο («κεκλείκασιν αὐτὸν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ βασιλέως», ΠΔ)2. (παθ. κλείομαιδεσμεύομαι, έχω δεσμά («ἅδ' ἐγώ χέρας αἱματηρὰς βρόχοισι κεκλῃμένα», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Για τους τ. κλείω, κληΐω και κλῄζω, βλ. λ. κλείδα. Ο νεοελλ. τ. κλείνω είναι υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἔ-κλεισ-α τού κλείω, κατά το σχήμα ἔφθισ-α: φθίν-ω.ΠΑΡ. κλείθρο, κλείσμα, κλεισμός, κλειστός, κλείστροαρχ.-μσν.κλείσιςνεοελλ.κλείσιμο.ΣΥΝΘ. α) -κλείω: αποκλείω, εγκατακλείω, εγκλείω, εμπερικλείω, κατακλείω, περικλείω, προαποκλείω, συγκλείω, συμπερικλείω, συναποκλείωαρχ.αντικατακλείω, διακλείω, εισαποκλείω, εισκλείω, εκκλείω, εναποκλείω, επικλείω, μετακλείω, παρακλείω, προσκατακλείω, προσκλείω, συγκατακλείω, υποκατακλείω, υποκλείω(νεοελλ). εσωκλείωβ) -κλείνω: νεοελλ. αλυσοκλείνω, ανοιγοκλείνω].
Dictionary of Greek. 2013.